προκλητικότητα

προκλητικότητα
η, Ν
το να προκαλεί κανείς κάποιον, η ιδιότητα τού προκλητικού.
[ΕΤΥΜΟΛ. < προκλητικός. Η λ., στον λόγιο τ. προκλητικότης, μαρτυρείται από το 1892 στην εφημερίδα Εφημερίς].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • προκλητικότητα — η η ιδιότητα και το γνώρισμα του προκλητικού: Είναι εκνευριστική η προκλητικότητά του …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • αφίσα — Έντυπο που τοιχοκολλείται ή τοποθετείται σε ειδικό χώρο, με προορισμό να μεταδώσει στον περαστικό, με τρόπο σύντομο αλλά και αποτελεσματικό, κάποιο μήνυμα ή να τον πληροφορήσει για κάποια εκδήλωση. Η α. είναι η σημαντικότερη και γνωστότερη από… …   Dictionary of Greek

  • ιταμεύομαι — ἰταμεύομαι (Α) [ιταμός] (αποθ.) φέρομαι με θράσος, με προκλητικότητα, με αναίδεια, φέρομαι αδιάντροπα …   Dictionary of Greek

  • ιταμότητα — η (Α ἰταμότης) [ιταμός] προκλητικότητα, θρασύτητα, αναίδεια, αυθάδεια αρχ. τόλμη, θάρρος …   Dictionary of Greek

  • σπατάλιον — τὸ, ΜΑ [σπατάλη] μσν. 1. τρόπος κουράς τών μαλλιών 2. προκλητικότητα, έλλειψη σεμνότητας αρχ. είδος βραχιολιού …   Dictionary of Greek

  • τεντιμποϊσμός — Αγγλικός όρος που καθιερώθηκε από νέους (teddy boys) της Αγγλίας οι οποίοι, για να αντιδράσουν στο κατεστημένο, εμφανίστηκαν το 1949 με ενδυμασίες της εποχής του Άγγλου βασιλιά Εδουάρδου ΣΤ’. Ο τ. είναι ειδική αντικοινωνική εκδήλωση, της εφηβικής …   Dictionary of Greek

  • επιθετικότητα — η διάθεση για επίθεση, επιθετική στάση, προκλητικότητα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • τεντιμποϊσμός — ο αντικοινωνική συμπεριφορά με θρασύτητα, προκλητικότητα και βιαιότητα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”